- συνεκπέμψαι
- συνεκπέμπωsend outaor inf actσυνεκπέμψαῑ , συνεκπέμπωsend outaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκπέμπω — Α [ἐκπέμπω] 1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.) 2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.) 3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω,… … Dictionary of Greek